Μπουρουντιανός
See also: μπουρουντιανός
Greek
Noun
Μπουρουντιανός • (Bourountianós) m (plural Μπουρουντιανοί, feminine Μπουρουντιανή)
Declension
declension of Μπουρουντιανός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Μπουρουντιανός • | Μπουρουντιανοί • |
genitive | Μπουρουντιανού • | Μπουρουντιανών • |
accusative | Μπουρουντιανό • | Μπουρουντιανούς • |
vocative | Μπουρουντιανέ • | Μπουρουντιανοί • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.