άκαμπτος
Greek
Adjective
άκαμπτος • (ákamptos) m (feminine άκαμπτη, neuter άκαμπτο)
- inflexible, rigid
- (figuratively) inflexible, immovable, steadfast
Declension
declension of άκαμπτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άκαμπτος | άκαμπτη | άκαμπτο | άκαμπτοι | άκαμπτες | άκαμπτα |
genitive | άκαμπτου | άκαμπτης | άκαμπτου | άκαμπτων | άκαμπτων | άκαμπτων |
accusative | άκαμπτο | άκαμπτη | άκαμπτο | άκαμπτους | άκαμπτες | άκαμπτα |
vocative | άκαμπτε | άκαμπτη | άκαμπτο | άκαμπτοι | άκαμπτες | άκαμπτα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο άκαμπτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο άκαμπτος (o pio ákamptos), etc.) |
Related terms
- ακαμψία f (akampsía, “rigidity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.