άμβλυνση
Greek
Declension
declension of άμβλυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άμβλυνση • | αμβλύνσεις • |
genitive | άμβλυνσης • αμβλύνσεως • | αμβλύνσεων • |
accusative | άμβλυνση • | αμβλύνσεις • |
vocative | άμβλυνση • | αμβλύνσεις • |
Antonyms
- όξυνση f (óxynsi, “sharpening”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.