άποικος
Greek
Noun
άποικος • (ápoikos) m, f (plural άποικοι)
- colonist
- Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων.
- Siracusa in Sicily was a colony of Corinth.
- Η Μοζαμβίκη ήταν αποικία της Πορτογαλίας μέχρι το 1975.
- Mozambique was a colony of Portugal until 1975.
- Οι Συρακούσες της Σικελίας ήταν αποικία των Κορινθίων.
Declension
Related terms
- see: αποικία f (apoikía, “colony”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.