άρθρωση
Greek
Etymology
From
Ancient Greek
ἄρθρωσις
(
árthrōsis
)
.
Noun
άρθρωση
•
(
árthrosi
)
f
(
plural
αρθρώσεις
)
(
anatomy
)
joint
Declension
declension of άρθρωση
singular
plural
nominative
άρθρωση
•
αρθρώσεις
•
genitive
άρθρωσης
•
αρθρώσεως
•
αρθρώσεων
•
accusative
άρθρωση
•
αρθρώσεις
•
vocative
άρθρωση
•
αρθρώσεις
•
Synonyms
ἁρμός
m
(
ἁrmós
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.