άρμπουρο
Greek
Noun
άρμπουρο
•
(
ármpouro
)
n
(
plural
άρμπουρα
)
Alternative form of
άλμπουρο
(
álmpouro
)
Declension
declension of άρμπουρο
singular
plural
nominative
άρμπουρο
•
άρμπουρα
•
genitive
άρμπουρου
•
άρμπουρων
•
accusative
άρμπουρο
•
άρμπουρα
•
vocative
άρμπουρο
•
άρμπουρα
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.