έγγαμος
Greek
Declension
declension of έγγαμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έγγαμος | έγγαμος / έγγαμη | έγγαμο | έγγαμοι | έγγαμοι / έγγαμες | έγγαμα |
genitive | έγγαμου | έγγαμου / έγγαμης | έγγαμου | έγγαμων | έγγαμων | έγγαμων |
accusative | έγγαμο | έγγαμο / έγγαμη | έγγαμο | έγγαμους | έγγαμους / έγγαμες | έγγαμα |
vocative | έγγαμε | έγγαμε / έγγαμη | έγγαμο | έγγαμοι | έγγαμοι / έγγαμες | έγγαμα |
Synonyms
- νυμφευμένος (nymfevménos)
- παντρεμένος (pantreménos)
Antonyms
- άγαμος (ágamos, “unmarried, celibate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.