έμβασμα
Greek
Etymology
εμβάζω (emvázo, “to remit”) + -μα (-ma)
Noun
έμβασμα • (émvasma) n (plural εμβάσματα)
- (finance) remittance, postal or remote payment
- Πολλές οικογένειες συντηρούνται από τα εμβάσματα των ξενιτεμένων μελών τους.
- Many families are dependent on remittances from their emigrant members.
- Πολλές οικογένειες συντηρούνται από τα εμβάσματα των ξενιτεμένων μελών τους.
Declension
declension of έμβασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έμβασμα • | εμβάσματα • |
genitive | εμβάσματος • | εμβασμάτων • |
accusative | έμβασμα • | εμβάσματα • |
vocative | έμβασμα • | εμβάσματα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.