έτσι
Greek
Derived terms
- έτσι και (étsi kai, “if”)
- έτσι και έτσι (étsi kai étsi), έτσι κέτσι (étsi kétsi, “so-so”)
- είτε έτσι είτε αλλιώς (eíte étsi eíte alliós, “one way or another”)
- έτσι κι αλλιώς (étsi ki alliós, “anyway”)
- έτσι που λες! (étsi pou les!, “so you say!”)
- όχι και έτσι (óchi kai étsi, “enough”)
- έτσι δεν είναι; (étsi den eínai?, “Isn't that right?”)
- ώστε έτσι; (óste étsi?, “is it?”)
- έτσι το 'πα (étsi to 'pa, “that's how I said it!”)
Noun
έτσι • (étsi) (indeclinable)
- (colloquial) (always with article) indicates a known person
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.