αγάπανθος
Greek
Noun
αγάπανθος
•
(
agápanthos
)
m
(
plural
αγάπανθοι
)
agapanthus
Declension
declension of αγάπανθος
singular
plural
nominative
αγάπανθος
•
αγάπανθοι
•
genitive
αγαπάνθου
•
αγαπάνθων
•
accusative
αγάπανθο
•
αγαπάνθους
•
vocative
αγάπανθε
•
αγάπανθοι
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.