αγαλματίδιο
Greek
Noun
αγαλματίδιο • (agalmatídio) n (plural αγαλματίδια)
Declension
declension of αγαλματίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαλματίδιο • | αγαλματίδια • |
genitive | αγαλματιδίου • | αγαλματιδίων • |
accusative | αγαλματίδιο • | αγαλματίδια • |
vocative | αγαλματίδιο • | αγαλματίδια • |
Synonyms
- αγαλματάκι n (agalmatáki)
- αγαλμάτιο n (agalmátio)
- ειδώλιο n (eidólio)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.