αγαλματοποιός
Greek
Noun
αγαλματοποιός • (agalmatopoiós) m or f (plural αγαλματοποιοί)
Declension
declension of αγαλματοποιός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαλματοποιός • | αγαλματοποιοί • |
genitive | αγαλματοποιού • | αγαλματοποιών • |
accusative | αγαλματοποιό • | αγαλματοποιούς • |
vocative | αγαλματοποιέ • | αγαλματοποιοί • |
Further reading
Γλυπτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.