αγγειογραφία
Greek
Noun
αγγειογραφία • (angeiografía) f (plural αγγειογραφίες)
Declension
declension of αγγειογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειογραφία • | αγγειογραφίες • |
genitive | αγγειογραφίας • | αγγειογραφιών • |
accusative | αγγειογραφία • | αγγειογραφίες • |
vocative | αγγειογραφία • | αγγειογραφίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.