αγγλονορμανδικός
Greek
Adjective
αγγλονορμανδικός • (anglonormandikós) m (feminine αγγλονορμανδική, neuter αγγλονορμανδικό)
Declension
declension of αγγλονορμανδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγγλονορμανδικός | αγγλονορμανδική | αγγλονορμανδικό | αγγλονορμανδικοί | αγγλονορμανδικές | αγγλονορμανδικά |
genitive | αγγλονορμανδικού | αγγλονορμανδικής | αγγλονορμανδικού | αγγλονορμανδικών | αγγλονορμανδικών | αγγλονορμανδικών |
accusative | αγγλονορμανδικό | αγγλονορμανδική | αγγλονορμανδικό | αγγλονορμανδικούς | αγγλονορμανδικές | αγγλονορμανδικά |
vocative | αγγλονορμανδικέ | αγγλονορμανδική | αγγλονορμανδικό | αγγλονορμανδικοί | αγγλονορμανδικές | αγγλονορμανδικά |
Derived terms
- Αγγλονορμανδικές Νήσοι f pl (Anglonormandikés Nísoi, “Channel Islands”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.