αγριομέλισσα
Greek
Declension
declension of αγριομέλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριομέλισσα • | αγριομέλισσες • |
genitive | αγριομέλισσας • | αγριομελισσών • |
accusative | αγριομέλισσα • | αγριομέλισσες • |
vocative | αγριομέλισσα • | αγριομέλισσες • |
Synonyms
- βόμβος m (vómvos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.