αγρονομικός
Greek
Adjective
αγρονομικός • (agronomikós) m (feminine αγρονομική, neuter αγρονομικό)
Declension
declension of αγρονομικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγρονομικός | αγρονομική | αγρονομικό | αγρονομικοί | αγρονομικές | αγρονομικά |
genitive | αγρονομικού | αγρονομικής | αγρονομικού | αγρονομικών | αγρονομικών | αγρονομικών |
accusative | αγρονομικό | αγρονομική | αγρονομικό | αγρονομικούς | αγρονομικές | αγρονομικά |
vocative | αγρονομικέ | αγρονομική | αγρονομικό | αγρονομικοί | αγρονομικές | αγρονομικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.