αγροτικός
Greek
Adjective
αγροτικός • (agrotikós) m (feminine αγροτική, neuter αγροτικό)
- agrarian
- relating to a farm or farmer
- rural, relating to the countryside
Declension
declension of αγροτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγροτικός | αγροτική | αγροτικό | αγροτικοί | αγροτικές | αγροτικά |
genitive | αγροτικού | αγροτικής | αγροτικού | αγροτικών | αγροτικών | αγροτικών |
accusative | αγροτικό | αγροτική | αγροτικό | αγροτικούς | αγροτικές | αγροτικά |
vocative | αγροτικέ | αγροτική | αγροτικό | αγροτικοί | αγροτικές | αγροτικά |
Derived terms
- αγροτικός γιατρός m (agrotikós giatrós, “country doctor”)
- αγροτικός συνεταιρισμός m (agrotikós synetairismós, “farmers' cooperative”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.