αδελφομίκτης
Greek
Declension
declension of αδελφομίκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδελφομίκτης • | αδελφομίκτες • |
genitive | αδελφομίκτη • | αδελφομικτών • |
accusative | αδελφομίκτη • | αδελφομίκτες • |
vocative | αδελφομίκτη • | αδελφομίκτες • |
Synonyms
- αιμομείκτης m (aimomeíktis)
- αιμομείκτρια f (aimomeíktria)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.