αδιαπαιδαγώγητος
Greek
Adjective
αδιαπαιδαγώγητος • (adiapaidagógitos) m (feminine αδιαπαιδαγώγητη, neuter αδιαπαιδαγώγητο)
Declension
declension of αδιαπαιδαγώγητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαπαιδαγώγητος | αδιαπαιδαγώγητη | αδιαπαιδαγώγητο | αδιαπαιδαγώγητοι | αδιαπαιδαγώγητες | αδιαπαιδαγώγητα |
genitive | αδιαπαιδαγώγητου | αδιαπαιδαγώγητης | αδιαπαιδαγώγητου | αδιαπαιδαγώγητων | αδιαπαιδαγώγητων | αδιαπαιδαγώγητων |
accusative | αδιαπαιδαγώγητο | αδιαπαιδαγώγητη | αδιαπαιδαγώγητο | αδιαπαιδαγώγητους | αδιαπαιδαγώγητες | αδιαπαιδαγώγητα |
vocative | αδιαπαιδαγώγητε | αδιαπαιδαγώγητη | αδιαπαιδαγώγητο | αδιαπαιδαγώγητοι | αδιαπαιδαγώγητες | αδιαπαιδαγώγητα |
Synonyms
- αμόρφωτος (amórfotos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.