αεροβικός
Greek
Adjective
αεροβικός • (aerovikós) m (feminine αεροβική, neuter αεροβικό)
- aerobic (used with exercises, etc)
- αεροβική γυμναστική ― aerovikí gymnastikí ― aerobic exercise
Declension
declension of αεροβικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεροβικός | αεροβική | αεροβικό | αεροβικοί | αεροβικές | αεροβικά |
genitive | αεροβικού | αεροβικής | αεροβικού | αεροβικών | αεροβικών | αεροβικών |
accusative | αεροβικό | αεροβική | αεροβικό | αεροβικούς | αεροβικές | αεροβικά |
vocative | αεροβικέ | αεροβική | αεροβικό | αεροβικοί | αεροβικές | αεροβικά |
Synonyms
- αερόβιος (aeróvios, “aerobic”) (physiological term)
Antonyms
- αναερόβιος (anaeróvios, “anaerobic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.