αεροβόλο
Greek
Noun
αεροβόλο
•
(
aerovólo
)
n
(
plural
αεροβόλα
)
air gun
Declension
declension of αεροβόλο
singular
plural
nominative
αεροβόλο
•
αεροβόλα
•
genitive
αεροβόλου
•
αεροβόλων
•
accusative
αεροβόλο
•
αεροβόλα
•
vocative
αεροβόλο
•
αεροβόλα
•
Related terms
see:
αερο-
(
aero-
)
Further reading
Αεροβόλα με μπίλιες
on the Greek Wikipedia.
Wikipedia
el
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.