αεροκαθαριστήρας
Greek
Noun
αεροκαθαριστήρας • (aerokatharistíras) m (plural αεροκαθαριστήρες)
Declension
declension of αεροκαθαριστήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροκαθαριστήρας • | αεροκαθαριστήρες • |
genitive | αεροκαθαριστήρα • | αεροκαθαριστηρών • |
accusative | αεροκαθαριστήρα • | αεροκαθαριστήρες • |
vocative | αεροκαθαριστήρα • | αεροκαθαριστήρες • |
Related terms
- καθαρίστρια m (katharístria, “cleaner”)
- καθαριστής m (katharistís, “cleaner”)
- καθαριστήρας m (katharistíras, “wiper”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.