αερομεταφερόμενος
Greek
Adjective
αερομεταφερόμενος • (aerometaferómenos) m (feminine αερομεταφερόμενη, neuter αερομεταφερόμενο)
Declension
declension of αερομεταφερόμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αερομεταφερόμενος | αερομεταφερόμενη | αερομεταφερόμενο | αερομεταφερόμενοι | αερομεταφερόμενες | αερομεταφερόμενα |
genitive | αερομεταφερόμενου | αερομεταφερόμενης | αερομεταφερόμενου | αερομεταφερόμενων | αερομεταφερόμενων | αερομεταφερόμενων |
accusative | αερομεταφερόμενο | αερομεταφερόμενη | αερομεταφερόμενο | αερομεταφερόμενους | αερομεταφερόμενες | αερομεταφερόμενα |
vocative | αερομεταφερόμενε | αερομεταφερόμενη | αερομεταφερόμενο | αερομεταφερόμενοι | αερομεταφερόμενες | αερομεταφερόμενα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.