αεροπειρατεία
Greek
Declension
declension of αεροπειρατεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροπειρατεία • | αεροπειρατείες • |
genitive | αεροπειρατείας • | αεροπειρατειών • |
accusative | αεροπειρατεία • | αεροπειρατείες • |
vocative | αεροπειρατεία • | αεροπειρατείες • |
Related terms
- πειρατεία f (peirateía, “piracy”)
- αεροπειρατής m (aeropeiratís, “highjacker”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.