αεροψεκασμός
Greek
Noun
αεροψεκασμός • (aeropsekasmós) m (plural αεροψεκασμοί)
Declension
declension of αεροψεκασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροψεκασμός • | αεροψεκασμοί • |
genitive | αεροψεκασμού • | αεροψεκασμών • |
accusative | αεροψεκασμό • | αεροψεκασμούς • |
vocative | αεροψεκασμέ • | αεροψεκασμοί • |
Related terms
- ψεκασμός m (psekasmós, “spray, spraying”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.