αερόψυκτος
Greek
Adjective
αερόψυκτος • (aerópsyktos) m (feminine αερόψυκτη, neuter αερόψυκτο)
- (engineeering, automotive) air-cooled
Declension
declension of αερόψυκτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αερόψυκτος | αερόψυκτη | αερόψυκτο | αερόψυκτοι | αερόψυκτες | αερόψυκτα |
genitive | αερόψυκτου | αερόψυκτης | αερόψυκτου | αερόψυκτων | αερόψυκτων | αερόψυκτων |
accusative | αερόψυκτο | αερόψυκτη | αερόψυκτο | αερόψυκτους | αερόψυκτες | αερόψυκτα |
vocative | αερόψυκτε | αερόψυκτη | αερόψυκτο | αερόψυκτοι | αερόψυκτες | αερόψυκτα |
Related terms
- ψυκτικός m (psyktikós, “refrigeration”)
- αεροψυκτήρας m (aeropsyktíras, “air cooler”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.