αζωτούχος
Greek
Declension
declension of αζωτούχος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αζωτούχος | αζωτούχος / αζωτούχα | αζωτούχο | αζωτούχοι | αζωτούχοι / αζωτούχες | αζωτούχα |
genitive | αζωτούχου | αζωτούχου / αζωτούχας | αζωτούχου | αζωτούχων | αζωτούχων | αζωτούχων |
accusative | αζωτούχο | αζωτούχο / αζωτούχα | αζωτούχο | αζωτούχους | αζωτούχους / αζωτούχες | αζωτούχα |
vocative | αζωτούχε | αζωτούχε / αζωτούχα | αζωτούχο | αζωτούχοι | αζωτούχοι / αζωτούχες | αζωτούχα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.