αιδεσιμότατος
Greek
Noun
αιδεσιμότατος • (aidesimótatos) m (plural αιδεσιμότατοι)
Declension
declension of αιδεσιμότατος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιδεσιμότατος • | αιδεσιμότατοι • |
genitive | αιδεσιμότατου • αιδεσιμοτάτου • | αιδεσιμότατων • αιδεσιμοτάτων • |
accusative | αιδεσιμότατο • | αιδεσιμότατους • αιδεσιμοτάτους • |
vocative | αιδεσιμότατε • | αιδεσιμότατοι • |
Related terms
- αιδέσιμος m (aidésimos, “reverend”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.