αισθηματικότητα
Greek
Etymology
αισθηματικός (aisthimatikós, “sentimental”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1889.
Declension
declension of αισθηματικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθηματικότητα • | αισθηματικότητες • |
genitive | αισθηματικότητας • | αισθηματικοτήτων • |
accusative | αισθηματικότητα • | αισθηματικότητες • |
vocative | αισθηματικότητα • | αισθηματικότητες • |
Synonyms
- αισθαντικότητα f (aisthantikótita, “sensitivity, sentimentality”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.