αισχρογράφος
Greek
Declension
declension of αισχρογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισχρογράφος • | αισχρογράφοι • |
genitive | αισχρογράφου • | αισχρογράφων • |
accusative | αισχρογράφο • | αισχρογράφους • |
vocative | αισχρογράφε • | αισχρογράφοι • |
Synonyms
- πορνογράφος m (pornográfos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.