ακαπέλωτος
Greek
Adjective
ακαπέλωτος • (akapélotos) m (feminine ακαπέλωτη, neuter ακαπέλωτο)
- hatless, bareheaded
- (figuratively) overpriced
Declension
declension of ακαπέλωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαπέλωτος | ακαπέλωτη | ακαπέλωτο | ακαπέλωτοι | ακαπέλωτες | ακαπέλωτα |
genitive | ακαπέλωτου | ακαπέλωτης | ακαπέλωτου | ακαπέλωτων | ακαπέλωτων | ακαπέλωτων |
accusative | ακαπέλωτο | ακαπέλωτη | ακαπέλωτο | ακαπέλωτους | ακαπέλωτες | ακαπέλωτα |
vocative | ακαπέλωτε | ακαπέλωτη | ακαπέλωτο | ακαπέλωτοι | ακαπέλωτες | ακαπέλωτα |
Related terms
- καπέλο n (kapélo, “hat”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.