ακατόρθωτος
Greek
Adjective
ακατόρθωτος • (akatórthotos) m (feminine ακατόρθωτη, neuter ακατόρθωτο)
- impossible, unattainable, unachievable, not feasible, unfeasible
- ακατόρθωτος άθλος ― akatórthotos áthlos ― an impossible feat
- unaccomplished
- (as a noun) the impossible
- Γιατροί κατάφεραν το ακατόρθωτο. ― Giatroí katáferan to akatórthoto. ― Doctors managed the impossible.
Declension
declension of ακατόρθωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατόρθωτος | ακατόρθωτη | ακατόρθωτο | ακατόρθωτοι | ακατόρθωτες | ακατόρθωτα |
genitive | ακατόρθωτου | ακατόρθωτης | ακατόρθωτου | ακατόρθωτων | ακατόρθωτων | ακατόρθωτων |
accusative | ακατόρθωτο | ακατόρθωτη | ακατόρθωτο | ακατόρθωτους | ακατόρθωτες | ακατόρθωτα |
vocative | ακατόρθωτε | ακατόρθωτη | ακατόρθωτο | ακατόρθωτοι | ακατόρθωτες | ακατόρθωτα |
Synonyms
- ακατάφερτος (akatáfertos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.