ακομπανιαμέντο
Greek
Etymology
Borrowed from Italian accompagnamento (“accompaniment”).
Declension
declension of ακομπανιαμέντο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακομπανιαμέντο • | ακομπανιαμέντα • |
genitive | ακομπανιαμέντου • | ακομπανιαμέντων • |
accusative | ακομπανιαμέντο • | ακομπανιαμέντα • |
vocative | ακομπανιαμέντο • | ακομπανιαμέντα • |
Related terms
- ακομπανιάρω (akompaniáro, “to accompany”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.