ακοομετρικός
Greek
Adjective
ακοομετρικός • (akoometrikós) m (feminine ακοομετρική, neuter ακοομετρικό)
Declension
declension of ακοομετρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοομετρικός | ακοομετρική | ακοομετρικό | ακοομετρικοί | ακοομετρικές | ακοομετρικά |
genitive | ακοομετρικού | ακοομετρικής | ακοομετρικού | ακοομετρικών | ακοομετρικών | ακοομετρικών |
accusative | ακοομετρικό | ακοομετρική | ακοομετρικό | ακοομετρικούς | ακοομετρικές | ακοομετρικά |
vocative | ακοομετρικέ | ακοομετρική | ακοομετρικό | ακοομετρικοί | ακοομετρικές | ακοομετρικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.