ακτινίδιο
Greek
Declension
declension of ακτινίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινίδιο • | ακτινίδια • |
genitive | ακτινιδίου • | ακτινιδίων • |
accusative | ακτινίδιο • | ακτινίδια • |
vocative | ακτινίδιο • | ακτινίδια • |
Synonyms
- ακτινίδες n pl (aktinídes) (plural only)
Noun
ακτινίδιο • (aktinídio) n (plural ακτινίδια)
Declension
declension of ακτινίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινίδιο • | ακτινίδια • |
genitive | ακτινίδιου • ακτινιδίου • | ακτινίδιων • ακτινιδίων • |
accusative | ακτινίδιο • | ακτινίδια • |
vocative | ακτινίδιο • | ακτινίδια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.