ακτινοβολία
Greek
Noun
ακτινοβολία • (aktinovolía) f (plural ακτινοβολίες)
Declension
declension of ακτινοβολία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινοβολία • | ακτινοβολίες • |
genitive | ακτινοβολίας • | ακτινοβολιών • |
accusative | ακτινοβολία • | ακτινοβολίες • |
vocative | ακτινοβολία • | ακτινοβολίες • |
Further reading
ακτινοβολία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.