ακτινοσκόπηση
Greek
Etymology
From ακτίνα (aktína, “ray, radius”) + -σκόπηση (-skópisi, “-scopy”), calque of French radioscopie.
Pronunciation
- IPA(key): /aktinoˈskopisi/
- Hyphenation: α‧κτι‧νο‧σκό‧πη‧ση
Noun
ακτινοσκόπηση • (aktinoskópisi) f (plural ακτινοσκοπήσεις)
- (medicine) fluoroscopy (real-time examination of the interior organs using X-rays)
Declension
declension of ακτινοσκόπηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινοσκόπηση • | ακτινοσκοπήσεις • |
genitive | ακτινοσκόπησης • ακτινοσκοπήσεως • | ακτινοσκοπήσεων • |
accusative | ακτινοσκόπηση • | ακτινοσκοπήσεις • |
vocative | ακτινοσκόπηση • | ακτινοσκοπήσεις • |
Derived terms
- ακτινοσκοπικός (aktinoskopikós) (adjective)
- ακτινοσκοπικά (aktinoskopiká) (adverb)
Related terms
- ακτινογραφία f (aktinografía, “x-ray, radiography”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.