ακυβέρνητος
Greek
Adjective
ακυβέρνητος • (akyvérnitos) m (feminine ακυβέρνητη, neuter ακυβέρνητο)
- (politics) without government
- uncontrolled
- rudderless (watercraft)
Declension
declension of ακυβέρνητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακυβέρνητος | ακυβέρνητη | ακυβέρνητο | ακυβέρνητοι | ακυβέρνητες | ακυβέρνητα |
genitive | ακυβέρνητου | ακυβέρνητης | ακυβέρνητου | ακυβέρνητων | ακυβέρνητων | ακυβέρνητων |
accusative | ακυβέρνητο | ακυβέρνητη | ακυβέρνητο | ακυβέρνητους | ακυβέρνητες | ακυβέρνητα |
vocative | ακυβέρνητε | ακυβέρνητη | ακυβέρνητο | ακυβέρνητοι | ακυβέρνητες | ακυβέρνητα |
Related terms
- ακυβερνησία f (akyvernisía, “anarchy, lack of government”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.