ακόμα
Greek
Alternative forms
- ακόμη (akómi)
Etymology
With stress shift, from Byzantine Greek ἀκομήν (akomḗn), anaptyctic form of Ancient Greek ἀκμήν (akmḗn), from ἀκμή (akmḗ).
Adverb
ακόμα • (akóma)
- yet, still
- Είναι ακόμα ζωντανός. ― Eínai akóma zontanós. ― He's still alive.
- more, remaining, other
- Χρειάζομαι ακόμα δύο μέρες. ― Chreiázomai akóma dýo méres. ― I need two more days.
- even (+ και)
- Ακόμα και η Ελένη είπε ναι!. ― Akóma kai i Eléni eípe nai!. ― Even Helen said yes!
- Στη χώρα του, ακόμη και το Νοέμβριο κάνει ζέστι.
- Sti chóra tou, akómi kai to Noémvrio kánei zésti.
- In his country, it's hot even in November.
- Μετά τη δολοφονία, φοβάται ακόμη και να βγει έξω από το σπίτι του
- Metá ti dolofonía, fovátai akómi kai na vgei éxo apó to spíti tou
- After the killing, he's afraid even to get out of his house.
- even if (+ και αν, και να or και όταν; when followed by a concessive clause)
- Ακόμη και αν συμφωνούν μεταξύ τους, συμπεριφέρονται άσχημα.
- Akómi kai an symfonoún metaxý tous, symperiférontai áschima.
- Even if they agree with each other, they behave badly.
- Δεν θα την επιτρέψω να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητό μου, ακόμη και να μου το ζητήσει παρακαλώντας.
- Den tha tin epitrépso na chrisimopoiísei to aftokínitó mou, akómi kai na mou to zitísei parakalóntas.
- I will not allow her to use my car, even if she begs me to.
Synonyms
- (yet): εισέτι (eiséti)
Derived terms
- όχι ακόμα (óchi akóma, “not yet”)
Further reading
- ακόμα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.