αλγεβρικός
Greek
Adjective
αλγεβρικός • (algevrikós) m (feminine αλγεβρική, neuter αλγεβρικό)
- (mathematics) algebraic, algebraical
- αλγεβρική εξίσωση ― algevrikí exísosi ― algebraic equation
Declension
declension of αλγεβρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλγεβρικός | αλγεβρική | αλγεβρικό | αλγεβρικοί | αλγεβρικές | αλγεβρικά |
genitive | αλγεβρικού | αλγεβρικής | αλγεβρικού | αλγεβρικών | αλγεβρικών | αλγεβρικών |
accusative | αλγεβρικό | αλγεβρική | αλγεβρικό | αλγεβρικούς | αλγεβρικές | αλγεβρικά |
vocative | αλγεβρικέ | αλγεβρική | αλγεβρικό | αλγεβρικοί | αλγεβρικές | αλγεβρικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.