αλεξιπτωτίστρια
Greek
Noun
αλεξιπτωτίστρια • (alexiptotístria) f (plural αλεξιπτωτίστριες, masculine αλεξιπτωτιστής)
Declension
declension of αλεξιπτωτίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλεξιπτωτίστρια • | αλεξιπτωτίστριες • |
genitive | αλεξιπτωτίστριας • | αλεξιπτωτιστριών • |
accusative | αλεξιπτωτίστρια • | αλεξιπτωτίστριες • |
vocative | αλεξιπτωτίστρια • | αλεξιπτωτίστριες • |
Related terms
- αλεξίπτωτο n (alexíptoto, “parachute”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.