αλκαλιμέταλλο
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /alkaliˈmetalo/
- Hyphenation: αλ‧κα‧λι‧μέ‧τα‧λλο
Noun
αλκαλιμέταλλο • (alkalimétallo) n (plural αλκαλιμέταλλα)
- (chemistry) alkali metal (lithium, sodium, potassium, rubidium, cesium or francium)
Declension
declension of αλκαλιμέταλλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλκαλιμέταλλο • | αλκαλιμέταλλα • |
genitive | αλκαλιμετάλλου • | αλκαλιμετάλλων • |
accusative | αλκαλιμέταλλο • | αλκαλιμέταλλα • |
vocative | αλκαλιμέταλλο • | αλκαλιμέταλλα • |
Further reading
Αλκάλια on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.