αλληγορικός
Greek
Declension
declension of αλληγορικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλληγορικός | αλληγορική | αλληγορικό | αλληγορικοί | αλληγορικές | αλληγορικά |
genitive | αλληγορικού | αλληγορικής | αλληγορικού | αλληγορικών | αλληγορικών | αλληγορικών |
accusative | αλληγορικό | αλληγορική | αλληγορικό | αλληγορικούς | αλληγορικές | αλληγορικά |
vocative | αλληγορικέ | αλληγορική | αλληγορικό | αλληγορικοί | αλληγορικές | αλληγορικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.