αλληλεξάρτηση
Greek
Declension
declension of αλληλεξάρτηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλεξάρτηση • | αλληλεξαρτήσεις • |
genitive | αλληλεξάρτησης • αλληλεξαρτήσεως • | αλληλεξαρτήσεων • |
accusative | αλληλεξάρτηση • | αλληλεξαρτήσεις • |
vocative | αλληλεξάρτηση • | αλληλεξαρτήσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.