αλληλοεπίδραση
Greek
Noun
αλληλοεπίδραση • (alliloepídrasi) f (plural αλληλοεπιδράσεις)
- Alternative form of αλληλεπίδραση (allilepídrasi)
Declension
declension of αλληλοεπίδραση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλληλοεπίδραση • | αλληλοεπιδράσεις • |
genitive | αλληλοεπίδρασης • αλληλοεπιδράσεως • | αλληλοεπιδράσεων • |
accusative | αλληλοεπίδραση • | αλληλοεπιδράσεις • |
vocative | αλληλοεπίδραση • | αλληλοεπιδράσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.