αλφαβητικός
Greek
Adjective
αλφαβητικός • (alfavitikós) m (feminine αλφαβητική, neuter αλφαβητικό)
- alphabetical
- αλφαβητική σειρά ― alfavitikí seirá ― alphabetical order
Declension
declension of αλφαβητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλφαβητικός | αλφαβητική | αλφαβητικό | αλφαβητικοί | αλφαβητικές | αλφαβητικά |
genitive | αλφαβητικού | αλφαβητικής | αλφαβητικού | αλφαβητικών | αλφαβητικών | αλφαβητικών |
accusative | αλφαβητικό | αλφαβητική | αλφαβητικό | αλφαβητικούς | αλφαβητικές | αλφαβητικά |
vocative | αλφαβητικέ | αλφαβητική | αλφαβητικό | αλφαβητικοί | αλφαβητικές | αλφαβητικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.