αμαντήλωτος
Greek
Adjective
αμαντήλωτος • (amantílotos) m (feminine αμαντήλωτη, neuter αμαντήλωτο)
- without a headscarf, headscarfless
Declension
declension of αμαντήλωτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμαντήλωτος | αμαντήλωτη | αμαντήλωτο | αμαντήλωτοι | αμαντήλωτες | αμαντήλωτα |
genitive | αμαντήλωτου | αμαντήλωτης | αμαντήλωτου | αμαντήλωτων | αμαντήλωτων | αμαντήλωτων |
accusative | αμαντήλωτο | αμαντήλωτη | αμαντήλωτο | αμαντήλωτους | αμαντήλωτες | αμαντήλωτα |
vocative | αμαντήλωτε | αμαντήλωτη | αμαντήλωτο | αμαντήλωτοι | αμαντήλωτες | αμαντήλωτα |
Related terms
- μαντήλι n (mantíli, “headscarf”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.