αμαξοποιείο
Greek
Noun
αμαξοποιείο • (amaxopoieío) n (plural αμαξοποιεία)
- workshop for the repair of coaches, waggons, etc
- (automotive) body shop
Declension
declension of αμαξοποιείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμαξοποιείο • | αμαξοποιεία • |
genitive | αμαξοποιείου • | αμαξοποιείων • |
accusative | αμαξοποιείο • | αμαξοποιεία • |
vocative | αμαξοποιείο • | αμαξοποιεία • |
Related terms
- αμαξοποιός m (amaxopoiós, “coachbuilder, cartwright”)
- αμαξοποιΐα f (amaxopoiḯa, “coachbuilding”)
- and see: άμαξα f (ámaxa, “coach, carriage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.