αμεταγλώττιστος
Greek
Adjective
αμεταγλώττιστος • (ametaglóttistos) m (feminine αμεταγλώττιστη, neuter αμεταγλώττιστο)
- untranscribed, untranscribable
- untranslated, untranslatable
- Synonym: αμετάφραστος (ametáfrastos)
Declension
declension of αμεταγλώττιστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεταγλώττιστος | αμεταγλώττιστη | αμεταγλώττιστο | αμεταγλώττιστοι | αμεταγλώττιστες | αμεταγλώττιστα |
genitive | αμεταγλώττιστου | αμεταγλώττιστης | αμεταγλώττιστου | αμεταγλώττιστων | αμεταγλώττιστων | αμεταγλώττιστων |
accusative | αμεταγλώττιστο | αμεταγλώττιστη | αμεταγλώττιστο | αμεταγλώττιστους | αμεταγλώττιστες | αμεταγλώττιστα |
vocative | αμεταγλώττιστε | αμεταγλώττιστη | αμεταγλώττιστο | αμεταγλώττιστοι | αμεταγλώττιστες | αμεταγλώττιστα |
Coordinate terms
- μεταφράζω (metafrázo, “to translate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.