αμμοριπή
Greek
Noun
αμμοριπή
•
(
ammoripí
)
f
(
plural
αμμοριπές
)
sandblast
Declension
declension of αμμοριπή
singular
plural
nominative
αμμοριπή
•
αμμοριπές
•
genitive
αμμοριπής
•
αμμοριπών
•
accusative
αμμοριπή
•
αμμοριπές
•
vocative
αμμοριπή
•
αμμοριπές
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.